-
1 νομεύς
νομεύς, ὁ, 1) der Weidende, der Hirt, bes. des kleinen Viehes; λέξεται ἐν μέσσῃσι, νομεὺς ἃς πώεσι μήλων, Od. 4, 413. 16, 27 u. öfter; νομεὺς ἀνήρ, Soph. O. R. 1118; καὶ τροφός, Plat. Polit. 268 b, öfter; auch übh. Verwalter, dem ἐπιμελητής entsprechend, 276 d u. Folgende. – 2) der Vertheiler, der zutheilt, ἀγαϑῶν Plat. Legg. XI, 931 d, u. öfter im Minos. – 3) bei Her. 1, 194. 2, 96 sind οἱ νομέες die Seitenhölzer od. Rippen des Schiffes. – Bei Hesych. auch Schiffsseile, Segelwerk, vgl. das lat. numellus.
См. также в других словарях:
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek